- στραβακούω
- Νακούω στραβά, ακούω εσφαλμένα, άλλα μού λένε και άλλα καταλαβαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)-* + ακούω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… … Dictionary of Greek
στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… … Dictionary of Greek
στραβάκουσμα — το, Ν [στραβακούω] το να στραβακούει κάποιος, το να ακούει εσφαλμένα ή να παρανοεί αυτά που τού λένε … Dictionary of Greek